- ἀποσκίδνημι
- ἀπο-σκίδνημι,A scatter, Ph.2.100:—elsewh. in [voice] Pass., [suff] ἀπο-σκίδνᾰμαι,
Μυρμιδόνας δ' οὐκ εἴα ἀποσκίδνασθαι Il.23.4
; of soldiers, ἀ. ἔς τι to disperse for a purpose, Hdt.4.113: abs., Th.6.98; cf. ἀποκίδναμαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.